Ενδόμυχα

Standard

Όταν ήρθα στην Αγγλία πριν ένα χρόνο πήγα μια βόλτα στο Λονδίνο, να ξαναδώ και να θυμηθώ την πόλη που είχα ξαναεπισκεφτεί πολλές φορές, μα τίποτα δεν έμοιαζε ίδιο. Περπατώντας σταμάτησα σε ένα μεγάλο πεζόδρομο όπου ένας μουσικός δρόμου έπαιζε με την κιθάρα του και τραγουδούσε έχοντας μπροστά του την ανοιχτή θήκη της κιθάρας του για τα κέρματα των περαστικών. Γύρω του ήταν μαζεμένος πολύς κόσμος που παρακολουθούσε με θαυμασμό την τέχνη του και εγώ έγινα γρήγορα μία από αυτούς.

Γοητευμένη από την μουσική του αλλά και συγκινημένη από την σκέψη της περιπλανώμενης τέχνης του θέλησα να συνδράμω οικονομικά όπως όλοι. Θες επειδή είχα πάρει τον πρώτο μου μισθό, θες επειδή μου άρεσε πολύ ο τρόπος που έπαιζε, θες επειδή ήταν η στιγμή πλησίασα, έσκυψα και έβαλα μέσα στην θήκη της κιθάρας του ένα χαρτονόμισμα των 10 λιρών, που ήταν το μεγαλύτερο ποσό που είχε δωθεί ανάμεσα στα κέρματα. Για να μην πάρει το χαρτονόμισμα ο αέρας πήρα τρεις τέσσερις λίρες που βρίσκονταν παραδίπλα και τις τοποθέτησα πάνω του. Όπως σήκωσα τα μάτια μου για να φύγω αντίκρυσα τα μάτια του μουσικού που κοίταξαν πρώτα το χαρτονόμισμα και μετά ίσια κατευθείαν στα δικά μου μάτια συνεχίζοντας να παίζει τον ρυθμό του. Δεν σταμάτησε να με κοιτάζει μέχρι που γύρισα και απομακρύνθηκα.

Στάθηκα πάλι ανάμεσα στον κόσμο και παρακολουθούσα. Ο μουσικός ολοκλήρωσε το κομμάτι του και μόλις τελείωσε άφησε κάτω την κιθάρα του, πήρε από κάτω ένα από αυτά τα πετάλια που αλλάζουν τον ήχο, το αποσύνδεσε και με πλησίασε.

Μπορείς να με βοηθήσεις λίγο? με ρωτησε.

Έπιασα αμήχανα το μαραφέτι και τον ακολούθησα. Μόλις φτάσαμε ξανά κοντά στο πόστο του πήρε το πετάλι από το χέρι μου και σκύβωντας το συνέδεσε πάλι σε κάτι καλώδια. Ύστερα πήρε το χαρτονόμισμα που είχα αφήσει μέσα στην θήκη της κιθάρας του πέρασε γύρω από το πόστο του, ήρθε κοντά μου και μου είπε:

Πάρε πίσω τα λεφτά σου. Και έριξε μέσα στην τσάντα μου διπλωμένο το χαρτονόμισμα.

Εγώ ένιωσα άσχημα και σκέφτηκα ότι τον προσέβαλα. Αλλά γιατί? Δεν ήξερα. Ντράπηκα και δεν είπα τίποτα αλλά τον κοίταξα με μια απορία.

Τότε με κοίταξε τελευταία φορά. Πάρτα. Είμαστε οικογένεια, είπε. Και γυρνώντας την πλάτη του, έπιασε την κιθάρα και ξανάρχισε να παίζει.

Δεν ασχολήθηκα. Αποφάσισα να το σκεφτώ πιο ήρεμα την ώρα του φαγητού και αν αποκρυπτογραφήσω τα μυστήρια λόγια του μουσικού. Έφυγα και περιπλανήθηκα για ώρα μέχρι που είδα μια πιτσαρία και μπήκα μέσα ενώ ειδοποίησα μια φίλη μου να έρθει για να φάμε. Παρήγγειλα μία πίτσα και έψαξα στην τσάντα μου το χαρτονόμισμα που ήταν πρόχειρο.

Βρήκα το χαρτάκι και το ξεδίπλωσα για να πληρώσω. Την ώρα που πήγαινα να το δώσω στον ταμία το κοίταξα. Κι αυτό με κοίταξα. Κι έμεινα να το κοιτάω και να το κοιτάω και να το κοιτάω. Ήταν το πρώτο δεκάλιρο που στην θέση του 1 είχε ένα 5.

Πλήρωσα με την κάρτα και έφυγα τρέχοντας προς τον πεζόδρομο του μουσικού. Τίποτα. Εκεί που ήταν πριν τώρα δεν υπήρχε κανείς. Μόνο άνθρωποι που έτρεχαν βιαστικά, περπατούσαν γρήγορα, πρόσωπα, σώματα, παλτά, πόδια, παπούτσια. Άνθρωποι ξένοι και ανάμεσα στους ξένους εγώ με το χαρτονόμισμα στο χέρι.

Γύρισα στην πιτσαρία όπου η φίλη μου είχε ήδη φτάσει και άρχισαμε να τρώμε την πίτσα που είχε ήδη ετοιμαστεί. Την άλλη μέρα γύρισα στο σπίτι μου. Το βράδυ μπήκα στο ebay και αγόρασα μια κιθάρα. Που κάποτε ήταν μπάντζο

a60c77741d6fd2bce93654f9699c7fe3

Ρίξε μια ζαριά καλή

Standard

Σήμερα το απόγευμα ένας φίλος εκεί που καθόμασταν μια παρέα άνοιξε το λαπτοπ με μια αριθμημένη λίστα με ρεμπέτικα και λαικά και μας είπε να παίξουμε τζουκμποξ. Δηλαδή θα λέγαμε όλοι έναν αριθμό από το ένα ως το 200 και θα έπαιζε το τραγούδι που ταίριαζε στον αριθμό στην λίστα. Ξεκίνησαν όλοι και έλεγαν έναν αριθμό και έπαιζε η φραγκοσυριανή, το ακρογιαλιές δειλινά, πέντε μαγκες στον περαια κτλ.

Ήρθε κι ώρα μου και είπα το 44 που είναι ο τυχερός μου αριθμός.

Η κατσικοχέρα στα αγγλικά καταλήξαμε πως είναι goathand woman.

 

Ένα ποίημα και το αυτί μου

Standard

6a8.png

Το αυτί μου έχει μια κατασκευαστική ιδιορρυθμία η οποία τα τελευταία δεκαπέντε και χρόνια μου προκαλούσε μια συνεχή, αδιάκοπη και ενοχλητική εμβοή. Την είχα συνηθίσει και με ενοχλούσε πια σπάνια τα βράδια. Για να λέω όλη την αλήθεια είχα σχεδόν ξεχάσει ότι την έχω και αμυδρά θυμόμουν πώς ήταν να μην την έχω.

Αλλαγή θέματος. Είναι λίγος καιρός που ξεκίνησα να ασχολούμαι με απαγγελίες ποιημάτων, ιστοριών και παραμυθιών, δηλαδή να προσπαθώ να απαγγείλω και να ακούω πώς απαγγέλω, να με διορθώνω κτλ. Πριν αποτολμήσω να διαβάσω δικές μου ιστορίες ξεκίνησα με άλλες αγαπημένες. Έτσι πριν λίγες βδομάδες διάβαζα κάποια ποιήματα του Μενέλαου Λουντέμη που ήταν πάντα ο αγαπημένος μου Έλληνας συγγραφέας. Έφτασα λοιπόν σε ένα ποίημα που δεν είχα ξαναδιαβάσει ποτέ με τίτλο: Ερωτικό κάλεσμα. Το αντιγράφω εδώ

Ἐρωτικό κάλεσμα

Ἔλα κοντά μου, δέν εἶμαι ἡ φωτιά.
Τίς φωτιές τίς σβήνουν τά ποτάμια.
Τίς πνίγουν οἱ νεροποντές.
Τίς κυνηγοῦν οἱ βοριάδες.
Δέν εἶμαι, δέν εἶμαι ἡ φωτιά.

Ἔλα κοντά μου δέν εἶμαι ἄνεμος.
Τούς ἄνεμους τούς κόβουν τά βουνά.
Τούς βουβαίνουν τά λιοπύρια.
Τούς σαρώνουν οἱ κατακλυσμοί.
Δέν εἶμαι, δέν εἶμαι ὁ ἄνεμος.

Ἐγώ δέν εἶμαι παρά ἕνας στρατολάτης
ἕνας ἀποσταμένος περπατητής
πού ἀκούμπησε στή ρίζα μιᾶς ἐλιᾶς
ν᾿ ἀκούσει τό τραγούδι τῶν γρύλων.
Κι ἂν θέλεις, ἔλα νά τ᾿ ἀκούσουμε μαζί.

Διάβασα αυτούς τους τελευταίους δύο στίχους.

ν᾿ ἀκούσει τό τραγούδι τῶν γρύλων.
Κι ἂν θέλεις, ἔλα νά τ᾿ ἀκούσουμε μαζί

…και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η εμβοή στο αυτί μου σταμάτησε. Και δεν ξανάρχισε.

Αυτά δεν γίνονται πάντα. Αλλά καμιά φορά γίνονται. Period.

 

 

“Καμία από τις ιστορίες δεν είναι κάλπικες…

Standard

το χρήμα μόνο είναι κάλπικο”.-Κάλπικη Λίρα(1955)

Χθες μου έκαναν την πιο ωραία ερώτηση σε μια από τις φιλοσοφικές συζητήσεις που γίνονται στις Αγγλικές παμπ: Θυμάσαι τη ζωή σου πριν γνωρίσεις τον έρωτα;

Πόσο μου άρεσε αυτή η ερώτηση. Για να απαντήσω προσπάθησα να θυμηθώ με ακρίβεια πότε ήρθε η έννοια του έρωτα για πρώτη φορά στην ζωή μου και πώς να ήταν άραγε η τελευταία στιγμή ακριβώς πριν τη στιγμή που ήρθε. Μάταια όμως. Όσο κι αν προσπαθούσα να βρω αυτές τις στιγμές μέσα στους λαβυρίνθους της μνήμης μου δεν τα καταφέρα.

Τότε σαν αναλαμπή, η προσπάθεια μου έφερε στο φως μια μνήμη που την είχα ξεχάσει για τα καλά και αν δεν με ρωτούσαν αυτήν την ερώτηση δεν θα τη θυμόμουν ποτέ. Είναι αυτή:

Στα χρόνια του δημοτικού σχολείου ήθελα να γίνω ηθοποιός. Είχα τέτοια τρέλα που διάβαζα συνέχεια σε εφημερίδες και βιβλία για το θέατρο, για τις παραστάσεις, τα έργα, τις βιογραφίες των ελλήνων ηθοποιών και ό,τι άλλο σχετικό. Στηνόμουν με τις ώρες μπροστά στην τηλεόραση της γιαγιάς μου για να δω όλες τις ταινίες και τις σειρές, γκρίνιαζα συνέχεια στους γονείς μου για να με πηγαίνουν στο θέατρο και κοιμόμουν με τις κασέτες του τρίτου προγράμματος να παίζουν δίπλα στο κρεβάτι μου.

Γενικά οι μεγάλοι τότε με αντιμετώπιζαν σκωπτικά και δεν μου έδιναν πολλή σημασία, ε και όταν μου έδιναν με αποθάρρυναν από νωρίς νωρίς. Υπήρχε όμως μια θεία μου και δασκάλα μου που μου έδειχνε μεγάλη αδυναμία κι έτσι της εμπιστευτηκά ότι ήθελα πολύ να γίνω ηθοποιός. Εκείνη, χαμηλώνοντας τα μάτια για να κρύψει ένα πολύ ανήσυχο βλέμμα χαμογέλασε και μου είπε:

– Ηθοποιός είναι το πιο αρχαίο και το πιο ωραίο επάγγελμα. Ηθοποιός σημαίνει φως! Το έχουν χαλάσει όμως πολύ τώρα πια. Αλλά να γίνεις! Ποια είναι η αγάπημένη σου ηθοποιός; Σαν ποια θα ήθελες να γίνεις;
-Σαν την Έλλη Λαμπέτη.
-Α πολύ ωραία ηθοποιός!
-Αλλά εγώ θα είμαι ακόμη καλύτερη απ’ την Λαμπέτη!
-Αλήθεια;
-Ε μα φυσικά, γιατί δεν θα ερωτευτώ αυτόν τον βλάκα τον Χορν!!!

Μου χαμογέλασε γλυκά.

Death wishes

Standard

Δεν ξέρω ακριβώς γιατί γράφω αυτό το άρθρο, αν θέλω δηλαδή να στείλω κανένα μήνυμα, αλλά δεν πιστεύω πως είναι αυτός ο σκοπός. Ίσως να είναι ότι συναναστρέφομαι στο διδακτορικό όλους αυτούς τους ανθρώπους που ερευνούν τις αυτοκτονίες, τον θάνατο και τα συναφή. Πρωτόγνωρο. Δεν ξέρω ακριβώς λοιπόν…

Απλώς από παιδί μου φαινόταν πολύ αστείο όταν καταλάβαινα πως κάποιος ελπίζει ενδόμυχα στον θάνατο κάποιου άλλου. Δεν εννοώ εδώ το να επιθυμεί κάποιος συνειδητά το να πεθάνει κάποιος άλλος, όπως δηλαδή κάποιος που νιώθει οργή φαντάζεται τον θάνατο εκείνου με τον οποίο είναι οργισμένος ή ακόμη περισσότερο το να σχεδιάζει κάποιος να σκοτώσει κάποιον. Δεν αναφέρομαι καν στην συνειδητή ελπίδα που έχει λόγου χάρη ένας αιχμάλωτος στο να σκοτωθούν οι βασανιστές του και να το σκάσει. Το παράδειγμα αυτό μοιάζει με αυτό που θέλω να πω αλλά αναφέρομαι σε ενδόμυχες ελπίδες και σε πραγματικές καθημερινές καταστάσεις.

Όπως για παράδειγμα στις οικογένειες ή στους γάμους ή στους επαγγελματικούς χώρους κτλ. Είναι για παράδειγμα μία οικογένεια στην οποία όλα τα μέλη διακυρήττουν συνεχώς την αγάπη του το ένα προς το άλλο. Όμως είναι και αυτός ο παράξενος θείος που όλοι λένε πώς τον αγαπούν και μάλιστα πολύ βαθιά γι αυτό και δεν τους πειράζει καθόλου να ανέχονται τις παραξενιές του και να του κάνουν όλα τα χατήρια, στο κάτω κάτω είναι οικογένεια. Ύστερα αυτός αρρωσταίνει ξαφνικά και πολύ σοβαρά και εισάγεται στο νοσοκομείο. Ένας από τους συγγενείς που τον συνόδευε συναντά την υπόλοιπη οικογένεια για να ανακοινώσει τα νέα.

-Είναι πολύ σοβαρά, λέει.

-Τι έχει; ρωτούν όλοι μαζί. Και αν όχι στην φωνή όλων, στην φωνή πολλών διακρίνεται τότε αυτό το καμουφλαρισμένο «Τι έχει;» που έχει την ίδια χροιά με την χροιά που έχει η ίδια φράση όταν είσαι μικρός και σου φέρνουν ένα δώρο και στο λενε: Δέν θα φανταστείς τι έχει μέσα στην σακούλα!! Κι εσύ ρωτάς: Τι έχει?

Ή είχα γνωρίσει ένα ζευγάρι που αγαπιόντουσαν πολύ αλλά τα έφερε έτσι η ζωή που χωρίσανε και μάλιστα με έναν θυελλώδη χωρισμό με πολύ πόνο και συντριβή. Ήμουν με εκείνην ένα βράδυ και συζητούσαμε και μου έλεγε πόσο τον αγαπάει ακόμα όταν χτύπησε το τηλέφωνό της. Ήταν εκείνος. Φαινόταν ότι υπήρχε ένταση στη συνομιλία όταν εκείνος κάτι της είπε, εκείνη σταμάτησε για ένα λεπτό και του είπε τρομαγμένη:

-Πώς θα αυτοκτονήσεις; Έχεις κάποιο σχέδιο; (κατάλαβα πως της είπε ότι θέλει να αυτοκτονήσει και ότι του έκανε την κλασσική ερώτηση που ανιχνεύει την σοβαρότητα της αυτοκτονικότητας)

Εκείνος μάλλον της απάντησε κι εκείνη μτά από μια μικρή παύση του είπε θυμωμένη: Εντάξει, ηρέμησε τώρα σε παρακαλώ και θα σε πάρω αύριο να μιλήσουμε πιο ήρεμα αν θες. Και το έκλεισε.

Τι σου είπε; Την ρώτησα. Έχει σχέδιο;

Δεν ξέρω, είπε με αγωνία, μου είπε ότι είναι στο παράθυρο στον 10ο όροφο με τα πόδια απ’ έξω και θέλει να πέσει. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα πέσει.

Νιώθω πώς είναι τόσο αστείο εκείνη τη στιγμή, όχι η επιθυμία του θανάτου αυτή καθαυτή αλλά η προσπάθεια των ανθρώπων να την κρύψουν σαν μικρά παιδιά που έκαναν μια αταξία και προσπαθούν να κρυφτούν πίσω από την κουρτίνα με τα ποδαράκια να προεξέχουν από κάτω. Και πέρα από το ενδιαφέρον που μου προκαλούσε αυτή η συμπεριφορά από μικρή την βρίσκω μαζί αστεία και λυπηρή. Όχι πάλι για το ότι υπάρχει η επιθυμία του θανάτου βέβαια. Έτσι κι αλλιώς δεν είναι επιθυμία για πραγματικό θάνατο του άλλου. Είναι λυπηρό για το ότι οι άνθρωποι δεν μιλάνε (με), κρατάμε κρατάμε, κρατάμε την αναπνοή μας και τα λόγια μας, κρατάμε τα προσχήματα. Και ναι, μπορούν οι άνθρωποι να να καταπίνουν τα λόγια τους πριν καν γεννηθούν και να κρατήσουν τα προσχήματα για όλη τους τη ζωή . Κάποιοι φροντίζουν να τα κρατάνε ακόμα και στην κηδεία τους μέσα από το φέρετρο αλλά αυτό είναι άλλο ποστ.

 

 

Το πιο αστείο μου ήταν πάντα ότι όταν οι άνθρωποι συμπεριφέρονται έτσι είναι επειδή ξέρουν ή διαισθάνονται ότι ο θάνατος του αγαπημένου άλλου δεν θα προκύψει. Και δεν προκύπτει πότέ. Αυτός για τον οποίο η ευχή θανάτου αιωρείται στην ατμόσφαιρα χαίρει έπειτα άκρας υγείας και τα πράγματα συνεχίζουν έτσι. Μικρή χρησιμοποιούσα αυτά τα ερεθίσματα για να καταλαβαίνω πότε κάποιος λίγο ενοχλητικός στον περίγυρο είναι να πεθάνει πράγματι. Αστείο που γίνεται πάλι λυπηρό.

 

Μόνο μία ευκαιρία

Standard

Μπήκα πριν λίγες μέρες στο υπέροχο καινούριο μου σπίτι στην Αγγλία, ένα από αυτά τα σπίτια καμινάδες όπου το ένα δωμάτιο είναι πάνω από το άλλο δημιουργώντας έναν πύργο με ένα λοξό παράθυρο στον ουρανό. Για να φτάσω στο πριγκιπικό μου δωμάτιο πρέπει να ανεβοκατεβαίνω καθημερινά καμια τριανταριά σκαλιά κάπου δέκα φορές. Και με έπιασε το γόνατο. Με είχε αφήσει εδώ και χρόνια. Θυμήθηκα όμως πότε με είχε πιάσει αρχικά. Ήταν τότε που γνώρισα την Ε.

Ήταν Σεπτέμβρης στην Αθήνα (έφυγα τώρα και μιλάω για την Αθήνα του παρελθόντος μου. και καλά…) και είχα ντέρτια αλλά δεν θυμάμαι γιατί. Αλλά θυμάμαι τη στιγμή. Χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσα. Στην άλλη άκρη ήταν δυο γονείς, ένας για την ακρίβεια, μια μαμά.

-Γεια σας.

-Γεια σας.

-Μου έδωσαν το τηλέφωνό σας και μου είπαν ότι μπορείτε να βοηθήσετε την κόρη μας σε κάποια μαθήματα στο σχολείο μήπως περάσει σε κάποια σχολή.

-Μάλιστα. Σε ποια μαθήματα?

-Μισό λεπτό.. Προγραμματισμός, Δίκτυα Επικοινωνιών, Βάσεις Δεδομένων, Λειτουργικά Συστήματα και Πολυμέσα.

(Ω ρε φίλε… Εγώ να την βοηθήσω, εμένα ποιος θα με βοηθήσει?… σκέφτηκα μέσα μου γιατί είχα δώσει Δίκτυα Επικοινωνιών ήδη πέντε φορές στην σχολή και δεν έβλεπα κανένα φωτόνιο στην άκρη του αγωγού)

-Εντάξει, να την βοηθήσω.

-Βασικά θέλουμε να της τα διδάξετε όλα από την αρχή γιατί στο σχολείο δεν τα καταλαβαίνει.

-Οκ, να της τα διδάξω.

-Στη νοηματική.

-Ποιος είναι στο τηλέφωνο? (εγώ ψάχνω για δουλειά και κάποιος/α βλάκας μου κάνει φάρσες)

-Εγώ, η κυρία τάδε, η μαμά της Ε. Σας παρακαλώ ελάτε από εδώ να σας εξηγήσω. Πρέπει να μας βοηθήσετε. Είναι ανάγκη. Η Ε. έχει μόνο αυτήν μία ευκαιρία. Αυτήν.

-Εγώ δεν ξέρω νοηματική.

-Δεν πειράζει, ελάτε.

-Καλά, θα έρθω.

(επεξήγηση της εισαγωγής του ποστ: Η Ε. έμενε στο πιο άβολο σημείο του χάρτη. Για να παω εκεί με τις συγκοινωνίες χρειαζόμουν δυο ώρες. Με τα πόδια ήταν 40 λεπτά. Η δουλειά έγινε με τα πόδια, άντε και κανένα ταξί. Έτσι ξεκίνησε το γόνατο να κάνει κρακ κρακ κρακ)

Εκεί με περίμεναν δύο γονείς και η Ε. Δύο γονείς που είχαν ακολουθήσει τον θαυμαστό δρόμο των θαρραλέων γονιών με παιδιά με αναπηρία. Δεν το είχαν βάλει κάτω. Για χρόνια και χρόνια και χρόνια, με τις λιγοστές τους γνώσεις, νυχθημερών και αγόγγυστα ασχολιόντουσαν με το παιδί τους έτσι ώστε αυτό να καταφέρει να φτάσει πολύ ψηλότερα από όλα τα προγνωστικά των γιατρών όταν για πρώτη φορά τους είπαν ότι το παιδί σας δεν ακούει και δεν θα καταφέρει να μάθει να μιλάει ποτέ.  Από την πρώτη συνάντηση κατάλαβα τι ήθελαν πραγματικά αυτοί οι γονείς. Μου το έδειξαν κι ας μην μου το είπαν ποτέ. Ήθελαν να αποσυρθούν και να μπορέσουν πια να ξεκουραστούν. Αυτή ήταν η μοναδική  ευκαιρία. Για πρώτη φορά δεν μπορούσαν να βοηθήσουν γιατί δεν ήξεραν από υπολογιστές. Κι αν όλα πήγαιναν καλά το παιδί τους θα ξεκινούσε πια έναν δικό του δρόμο.

Δέχτηκα την πρόταση χωρίς να σκεφτώ πώς θα το κάνω. Αρχικά με ενημέρωσαν ότι το παιδί τους δεν ήταν κοινωνικά τόσο ανεπτυγμένο όσο τα άλλα παιδιά. Η υπερπροστατευτικότητα απομονώνει τα παιδιά τους είπα και πρέπει να σταματήσετε. Ύστερα μου ζήτησαν να πηγαίνω κάθε μέρα για μία ώρα. Θα έρχομαι τρεις φορές από δυόμιση ώρες, απάντησα. Το παιδί μας δεν μπορεί μου είπαν να δουλέψει πάνω από μία ώρα συνεχόμενα. Δεν το έχει κάνει ποτέ, θα εξαντληθεί. Αν έρχομαι κάθε μέρα είπα θα εξαντληθώ εγώ. Η Ε. είπε εντάξει με βαριά καρδιά και αρχίσαμε. Αυτή σκαρφάλωνε κι εγώ έλιωνα τις σόλες στο πέρα δώθε.

Ένα παιδί με πολύ μεγάλο ποσοστό βαρηκοίας (διαλυτικά στο ι) δεν μαθαίνει όπως τα άλλα παιδιά. Δεν μπορεί να ακούσει. Ακούει πολύ δύσκολα, όταν ακούει. Στο σχολείο είναι αναγκασμένο να πηγαίνει κάθε μέρα και να κάθεται σε μια καρέκλα μέχρι το σχόλασμα χωρίς να ακούει τίποτα. Η παράλληλη στήριξη δεν υπάρχει. Και όταν υπάρχει φτάνει πολύ αργά, ίσως για ένα ή το πολύ δύο μαθήματα και όχι για τα παραπάνω μαθήματα. Τα βιβλία είναι γραμμένα πολύπλοκα και η πληροφορική δεν μπορεί να γίνει κατανοητή μέσα από την παπαγαλία. Χρειάζεται επεξήγηση και η επεξήγηση περαιτέρω επεξήγηση και ξανά και ξανά. Η πολύ μικρή βραχυπρόθεσμη μνήμη που συνοδεύει συχνά την βαρηκοία απαιτεί συνεχείς επαναλήψεις του ίδιου και του ίδιου πράγματος.

Ο τρόπος για να περάσει σε μια σχολή (κυρίως τεχνικές σχολές) είναι μέσω του βαθμού του απολυτηρίου. (γίνεται και μέσω πανελληνίων αλλά δυσκολότερα λόγω της απαιτούμενης λεπτομέρειας).

Η διδασκαλία έγινε μέσω πολύ αργής ομιλίας ώστε να διαβάζονται τα χείλια, ζωγραφική και σχέδια με παραδείγματα και άπειρη παντομίμα. Είχα κάνει τον compiler  όταν βρίσκει λάθος, ένα αυτοδύναμο πακέτο που έχει χάσει το δρόμο του και άλλα πολλά παρόμοια. Γενικά το γέλιο που έπεφτε ήταν το 90% του χρόνου. Η ματαίωση και η απελπισία ήταν προκλήσεις αλλά δεν σταμάτησα να προσπαθώ μέχρι το τέλος. Θυμάμαι ότι περιμέναμε την παράλληλη στήριξη στο σχολείο από το υπουργείο ώστε να μπορεί να συγκρατεί κάτι από εκεί, έστω και σε ένα μάθημα. Κάθε εβδομάδα ρωτούσα κι εγώ εναγωνίως την ίδια ερώτηση: ήρθε η παράλληλη στήριξη? Η παράλληλη στήριξη δεν ήρθε ποτέ.

Για να μπορέσει να διαγωνιστεί έπρεπε να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη διαδικασία με αιτήσεις στο Υπουργείο Παιδείας που προυπέθεταν ιατρικές εξετάσεις. Οι εξετάσεις αυτές χρειαζόντουσαν τρεις με τέσσερις μήνες. Η εγκύκλιος για την διαδικασία των αιτήσεων έφτασε στο σχολείο για να δοθεί στους μαθητές με βαρηκοία δύο μέρες πριν την λήξη της προθεσμίας. Αν οι γονείς της δεν είχαν προετοιμαστεί κάνοντας από πριν τις εξετάσεις που ζητούσε η εγκύκλιος, έχοντας τηλεφωνήσει από πριν 100 φορές στο Υπουργείο, η Ε. δεν θα διαγωνιζόταν ποτέ. Αν ήταν ένα άλλο παιδί με βαρηκοία με άλλους γονείς δεν θα διαγωνιζόταν ποτέ.

Για κάποιο λόγο δεν έδειξα ποτέ ότι δεν είχα προσδοκίες παρ’ όλο που δεν είχα γιατί ποτέ δεν έχω όταν πρόκειται για κάποιον που μαθαίνει. Ότι είναι να γίνει θα γίνει. Όμως όταν δεν διάβαζε επειδή κουραζόταν συμπεριφερόμουν όπως σε οποιοδήποτε άλλο παιδί, δηλαδή την μάλωνα. Όταν δεν πρόσεχε έκανα το ίδιο. Όταν έλεγε ότι θα γράψει ένα 15 και είναι εντάξει έλεγα ότι δεν είναι εντάξει να πηγαίνω πάνω κάτω εξηγώντας και να μην γράψει. Και όταν ξεχνούσε πίεζα ώστε η μνήμη της να κάνει εκείνο που μπορούσε να κάνει. Δεν ξέρω γιατί αλλά κάπου ήξερα ότι αν δεν γινόταν έτσι δεν θα γινόταν σωστά. Ακόμα κι αν περνούσε στο πανεπιστήμιο δεν θα τα κατάφερνε εκεί. Βέβαια είναι ο τρόπος που μαλώνω τους άλλους που δεν τους πληγώνει ποτέ.

Μέσα μου δεν είχα προσδοκίες και ήμουν έτοιμη να καλοδεχτώ όποιο αποτέλεσμα. Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα και η Ε. έβγαλε σχεδόν 19000 μόρια περνώντας πρώτη στην πρώτη της ονειρεμένη επιλογή ένιωσα μέσα στο μη βαρήκοο κόσμο μου λίγο… μαλάκας. Μήπως με δούλευε όλο το χρόνο? σκέφτηκα :) Αλλά δεν με δούλευε. Απλά το έκανε. Το αστέρι.

1975105_10151996699283927_619455967_n

Όλοι μπορούν τα πάντα.